- ἀνελεύθερον
- ἀνελεύθεροςnot freemasc/fem acc sgἀνελεύθεροςnot freeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
несвободьнъ — (6*) пр. 1.Несвободный, невольный: А оже бѹдѹть холопи татьѥ. любо кнѧжи... ихъ же кнѧзь продажею не казнить. зане сѹть несвободьни. то двоици платитi истьчю за ѡбидѹ. РПр сп. 1280, 619г. 2. Неблагородный; низменный, низкий: татба iмѣниѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek